- χοιροτροφείο
- τομέρος όπου διατρέφονται χοίροι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χοιροτροφείο — το / χοιροτροφεῑον, ΝΑ [χοιροτρόφος] χώρος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροοτάσιο αρχ. επίδεσμος για το γυναικείο αιδοίο … Dictionary of Greek
γουρουνομάντρι — το και μάντρα, η χοιροτροφείο … Dictionary of Greek
χοιροστάσιο — και χοιροστάσι, το, Ν στάβλος όπου εκτρέφονται χοίροι, χοιροτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοιροστάτης. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροστάσιον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek